απήδηχτος

απήδηχτος
απήδηχτος, -η, -ο και απήδητος, -η, -ο
1. αυτός τον οποίο δεν πήδησε κανείς ή δεν μπορεί να πηδήσει: Το ύψος που πηδήθηκε από τον αθλητή εκείνον μένει και σήμερα απήδητο.
2. (για ζώα), αμαρκάλιστος: Οι κατσίκες ήταν ακόμη απήδηχτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απήδητος — κ. απήδηχτος η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς με άλμα 2. αυτός που δεν έχει πηδηχτεί (με άσεμνη σημασία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”